ἀσυνταξία — ἀσυνταξίᾱ , ἀσυνταξία incapacity of entering into construction fem nom/voc/acc dual ἀσυνταξίᾱ , ἀσυνταξία incapacity of entering into construction fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνταξίᾳ — ἀσυνταξίᾱͅ , ἀσυνταξία incapacity of entering into construction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασυνταξία — η (AM ἀσυνταξία) [ασύντακτος] γραμματική και συντακτική ανωμαλία αρχ. απειθαρχία … Dictionary of Greek
ἀσυνταξίας — ἀσυνταξίᾱς , ἀσυνταξία incapacity of entering into construction fem acc pl ἀσυνταξίᾱς , ἀσυνταξία incapacity of entering into construction fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνταξίαν — ἀσυνταξίᾱν , ἀσυνταξία incapacity of entering into construction fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνταξίαις — ἀσυνταξία incapacity of entering into construction fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοσυνταξία — η (Μ κακοσυνταξία) κακή σύνδεση λέξεων ή φράσεων, κακή σύνταξη, ασυνταξία, σολοικισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σύνταξις] … Dictionary of Greek
κακοσυνταξία — η κακή σύνταξη, ασυνταξία: Προσπάθησε να διορθώσεις την κακοσυνταξία των προτάσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)